- τεταρταίη
- τεταρταί̱η , τεταρταῖοςon the fourth dayfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεταρταίῃ — τεταρταί̱ῃ , τεταρταῖος on the fourth day fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεταρταίος — α, ο / τεταρταῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και αιολ. και δωρ. τ. αρσ. τετόρταιος, Α 1. αυτός που γίνεται κάθε τέσσερεις μέρες («τεταρταῑον ρῑγος», πάπ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο τεταρταίος (στη νεοελλ. με ή χωρίς τη λ. πυρετός) ιατρ. μορφή ελονοσίας που… … Dictionary of Greek